- θρονίζομαι
- θρον-ίζομαι, [voice] Pass.,A to be enthroned, LXXEs.1.2.II to be initiated, consecrated, τισι PMag.Lond.121.747.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐθρονίσθην — θρονίζομαι to be enthroned plup ind mp 3rd dual θρονίζομαι to be enthroned aor ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) θρονίζομαι to be enthroned aor ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρονισθέντα — θρονίζομαι to be enthroned aor part mp neut nom/voc/acc pl θρονίζομαι to be enthroned aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρονιζόμενος — θρονίζομαι to be enthroned pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρονίζεσθαι — θρονίζομαι to be enthroned pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθρονισμένος — θρονίζομαι to be enthroned perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθρόνισται — θρονίζομαι to be enthroned perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθρονίσθη — θρονίζομαι to be enthroned aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντεθρονισμέναι — ἐν θρονίζομαι to be enthroned perf part mp fem nom/voc pl ἐντεθρονισμένᾱͅ , ἐν θρονίζομαι to be enthroned perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθρονίζομαι — και ιάζομαι 1. ξαναθρονιάζομαι, ανεβαίνω πάλι στον θρόνο 2. κάθομαι άνετα, αναπαυτικά, χωρίς να φαίνομαι διατεθειμένος να σηκωθώ, στρογγυλοκάθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θρονίζομαι. Η λ. μαρτυρεἰται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
θρονίζω — (ΑΜ θρονίζω) [θρόνος] 1. θρονιάζω, τοποθετώ κάποιον σε κάθισμα 2. παθ. θρονίζομαι (για βασιλείς) ενθρονίζομαι, εγκαθίοταμαι στον θρόνο αρχ. παθ. μυούμαι … Dictionary of Greek
ՆՍՏԻՄ — (նստայ, նիստ, նստարու՛ք.) NBH 2 0454 Chronological Sequence: Early classical, 7c ձ. καθίζω, ομαι, καθήμαι, θρονίζομαι sedeo ἑγκάθημαι insideo ἑπιβαίνω ascendo եւն. Ի նիստ կալ, կամ հանգչել ʼի վերայ զըստի. բազմիլ. ʼի ստոր զետեղիլ, կամ ʼի վայր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)